ἐνυπόκριτος

ἐνυπόκριτος
ἐνυπό-κρῐτος ὑποστιγμή a stop
A put after the protasis, Sch.D.T.p.24 H.; cf. ἀνυπόκριτος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενυπόκριτος — ἐνυπόκριτος, ον (Μ) ερωτηματικός …   Dictionary of Greek

  • ενυπόκριτος υποστιγμή — ἐνυπόκριτος ὑποστιγμή (Α) κόμμα που τίθεται μετά την πρόταση όταν ακολουθεί αμέσως η ανταπόδοση, ενώ αντιθέτως όταν τίθεται για να χωρίσει μια περίοδο που παρεμβάλλεται μεταξύ προτάσεως και αποδόσεως ονομαζόταν «ἀνυπόκριτος ὑποστιγμή» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”